Ήταν η ώρα του. Η στιγμή του. «Σανίδωσε» το γκάζι και βγήκε στο αντίθετο ρεύμα για την προσπέραση, παίζοντας τα φώτα μη τυχόν και τολμήσει να βρεθεί κανείς απέναντι του. Το κοινό του «Άνφιλντ» κράτησε την ανάσα του, τέτοια στιγμές βάζούν υποψηφιότητα για την ποδοσφαιρική αθανασία.
Ο Κιλιάν Μπαπέ ήθελε να το πατήσει, να… ανοίξει το μπουκωμένο μοτέρ, να νιώσει ξανά την χαρά της γρήγορης οδήγησης, μόνο που πριν το καταλάβει βρέθηκε να κουτρουβαλάει σε απόσταση αναπνοής με τις διαφημιστικές πινακίδες.
Ένας μεροκαματιάρης του ποδοσφαίρου, που ανδρώθηκε στις ακαδημίες του Μέρσεϊσαϊντ, έτρεξε σαν να μην υπήρχε αύριο και χίμηξε με αυτοθυσία στο τάκλιν, λες και κρινόταν από αυτό η ζωή του.
Ήταν μια γερή πλαγιομετωπική στούκα, μα πάνω από όλα μία πεντακάθαρη προβολή. Στην απονενοημένη τσουλήθρα του, ο Βορειο-Ιρλανδός βρήκε πρώτα την μπάλα και μαζί σήκωσε στον αέρα, πήρε παραμάζωμα τον Γάλλο, ο οποίος ούτε που κατάλαβε τι τον βρήκε.
Το κοινό του Άνφιλντ εκστασιάστηκε.
Τρελάθηκε!
Τα ντεσιμπέλ ανέβηκαν στον Θεό, πολύ περισσότερο από τα γκολ, που ακολούθησαν. Για τους Άγγλους ένα τέτοιο τάκλιν είναι καλύτερο κι από το σεξ!
Το γκολ είναι θέμα ταλέντου, ποιότητας, κλάσης, έμπνευσης, μα το τάκλιν είναι θέμα τιμής, εγωισμού, αξιοπρέπειας, επιβολής -αγνά στερεοτυπικά είναι για κάποιους και θέμα ανδρισμού.
Κάπου στο δεύτερο ημίχρονο, ο Γάλλος είχε και ένα δεύτερο χοντρό «τράκο», όταν ο Βίρτζιλ Φαν Ντάικ σε μία μάχη 50-50 τον ισοπέδωσε εκ νέου και χάρισε το κλικ που έψαχναν όλοι για να περιγράψουν την κατάσταση που βιώνει το προστατευόμενο παιδί του γαλλικού ποδοσφαίρου: κεφάλι στο έδαφος, πόδια στον αέρα, απώλεια πρόσφυσης, κανένας έλεγχος της κατάστασης.
«Revolcón», όπως έγραψε στο πρωτοσέλιδο της η As, μία λέξη που χρησιμοποιείται συνήθως σε τροχαία, όταν ένα όχημα αναποδογυρίζει αβοήθητο μετά από κάποια σύγκρουση.
Υποτίθεται ότι αυτό θα ήταν το παιχνίδι του. Η βραδιά του.
Θα έπαιζε αριστερά, στην θέση του, εκεί που θέλει να παίζει, εκεί που βολεύεται καλύτερα στο γήπεδο -ο Βινίσιους δεν είχε καν ταξιδέψει στο Λίβερπουλ.
Αντιθέτως, εξελίχθηκε στον χειρότερο εφιάλτη του. Ο Γάλλος ήταν κακός, θλιβερός, ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε σωστό στο γήπεδο.
Ακόμα και από τα 11 βήματα νικήθηκε από τον Κέλεχερ, τα κοντινά πλάνα πριν την εκτέλεση του πέναλτι, έδειχναν έναν παίκτη χλωμό, αγχωμένο, χαμένο στο διάστημα.
Αυτή την λέξη χρησιμοποίησε ο θρυλικός Μισέλ Πλατινί για να περιγράψει αυτό που είδε στο γήπεδο: «Perdu». Χαμένος.
Στην συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, ο Κάρλο Αντσελότι δεν είπε κουβέντα για τακτικές, για φόρμα, για μπάλα, αλλά στάθηκε κάπου αλλού: «πρέπει να τον στηρίξουμε και να του δώσουμε λίγη αγάπη. Υπάρχουν κάποιες περίοδο στην ζωή μας που τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά. Πρέπει να διευκολύνουμε την ζωή του και όχι να την περιπλέξουμε κι άλλο».
Στο πρωτοσέλιδο της, η Equipe αισθάνθηκε την ανάγκη να επέμβει, ώστε να προστατευτεί / σωθεί ένα κεφάλαιο του γαλλικού αθλητισμού, ένα σύμβολο της γαλλικής κοινωνίας: «Πρέπει να σώσουμε τον παίκτη Μπαπέ», ήταν ο πηχυαίος τίτλος στο πρωτοσέλιδο, που είχε από πίσω τις φάτσες του Κάρλο Αντσελότι, του Ντιντιέ Ντεσάν και του Φλορεντίνο Πέρεθ.
Η Ρεάλ Μαδρίτης έβαλε μπροστά τα ακόμα πιο μεγάλα μέσα. Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το χαρτί που λέγεται Ζινεντίν Ζιντάν, ο οποίος θα αναλάβει τον ρόλο του άτυπου μέντορα, μήπως μπορέσει να ξεκλειδώσει έναν άνθρωπο που δείχνει να περνάει μία ποδοσφαιρική κατάθλιψη.
Αυτή η τελευταία λέξη, αρχίζει να χρησιμοποιείται όλο και πιο απενοχοποιημένα τον τελευταίο καιρό στα γαλλικά Μέσα. Υπάρχει, σχεδόν η βεβαιότητα, ότι τώρα τελευταία υπάρχει κάτι που κατατρώει το «μέσα» του Μπαπέ.
Ακόμα και η προσωπική επιλογή του να απέχει από τα παιχνίδια του Nations League με τους «τρικολόρ», θέλοντας να… αφοσιωθεί στην γρηγορότερη προσαρμογή του στην «βασίλισσα», φωτογραφίζει μία άβολη κατάσταση.
Κάποιοι μιλούν για burn-out. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα θα γίνει 26 και θαρρεί κανείς ότι παίζει από πάντα, έχει πάρει Μουντιάλ, έχει πάρει Euro, από 18 ετών είναι bigger than everything στην Γαλλία.
Η υπερβολική του επιθυμία να πάει στην Ρεάλ, να παίξει στην Ρεάλ, να πιάσει στην Ρεάλ, να ξεχωρίσει στην Ρεάλ, τον κάνει να μοιάζει θολωμένος. Στο πρώτο του classico απέναντι στην Μπαρτσελόνα πιάστηκε 8 φορές (!) οφσάιντ, έμοιαζε να παίζει δίχως φρένα, έγινε… μεζεδάκι για την παμπόνηρη καταλανική άμυνα.
Η Ρεάλ Μαδρίτης είναι διαχρονικά ένας σκληρός οργανισμός, που δεν συγχωρεί τους αδύναμους. Αν κάποιος δεν μπορεί, θα έρθει ο επόμενος σταρ, ο οποίος θα μπορεί να «κάνει την δουλειά». Τόσο, απλά.
Ο Φλορεντίνο Πέρεθ φαίνεται πως μετά από 20 χρόνια νικήθηκε ξανά από τα πάθη του. Τότε, που έδιωξε τον Κλοντ Μακελελέ για να ικανοποιήσει την ποδοσφαιρική ματαιοδοξία του, υπογράφοντας τον λαμπερό Ντέιβιντ Μπέκαμ.
Ο Μπαπέ ήταν ένας διακαής πόθος, ένα καπρίτσιο, ένα εμπορικό στοίχημα.
Μόνο που για αυτή την δουλειά, η Ρεάλ Μαδρίτης είχε ήδη τον καλύτερο εκεί έξω, αυτόν που για χάρη του έκανε την βασίλισσα να χάσει κάθε ίχνος τακτ, σνομπάροντας την τελετή απονομής της «Χρυσής Μπάλας».
Για να γίνει χαρούμενος ο ένας, έγιναν δυστυχισμένοι οι πολλοί: ο Βινίσιους, ο Μπαπέ, ο Ροντρίγκο, ο Αντσελότι, ο Μπέλιγχαμ.
Σε ένα αποκαλυπτικό βίντεο από τα αποδυτήρια του Άνφιλντ, ο Τζουντ Μπέλιγχαμ, ο οποίος μετά την προσθήκη του Μπαπέ είναι υποχρεωμένος να παίζει πιο πίσω και να φαίνεται λιγότερο, εμφανίζεται να λέει χαμηλόφωνα σε συμπαίκτες του στην ανάπαυλα του ημιχρόνου: «μην του δίνετε την μπάλα. Είναι σαν να παίζει εναντίον μας». Ένα ιστορικό χαμηλό.
Εκείνο το τάκλιν του Κόνορ Μπράντλεϊ το βράδυ της Τετάρτης είχε πολυεπίπεδη σημειολογική σημασία. Ήταν ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες.
Ο Τρεντ-Αλεξάντερ Άρνολντ, ο επόμενος μεγάλος gallactico που ορέγεται η Ρεάλ Μαδρίτης, δεν θα πρέπει να αισθάνθηκε πολύ άνετα στα VIP του Άνφιλντ, βλέποντας το βάρος της λευκής φανέλας να καταπίνει τον άλλοτε άτρωτο Γάλλο…